Salam Bombay







Αν υπάρχει ένα  πράγμα που απεχθάνομαι περισσότερο στο ταξίδι, αυτό είναι να φτάνεις αργά τη νύχτα σε μεγαλουπόλεις εκατομμυρίων κατοίκων. Έτσι ακριβώς έγινε και στη Βομβάη (Μουμπάι το σωστό της όνομα από το 1996 και μετά), το τρένο μου έφτασε τα μεσάνυχτα στο κεντρικό σταθμό, ακολούθησαν οι συνηθισμένοι  διαπληκτισμοί με τους ταξιτζήδες που δεν ξέρουν να διαβάσουν τη διεύθυνση που τους δείχνω, στο τέλος όμως έφτασα γρήγορα στο ξενοδοχείο μου με ένα παμπόνηρο αξύριστο μουστακαλή, ο οποίος ανάγνωση μπορεί να μην ήξερε, αλλά κόλπα με το ταξίμετρο  ήξερε οπωσδήποτε να κάνει, γιατί η  χρέωση μου φάνηκε υπερβολική.

Η Βομβάη, σαν οικονομική ατμομηχανή της Ινδίας, δεν εκθέτει αυτό το δράμα της καθημερινής ζωής όπως γίνεται σε άλλες περιοχές. Ασφαλώς και υπάρχουν άστεγες οικογένειες με ημίγυμνα παιδιά που κοιμούνται στα πεζοδρόμια στη σκιά κλασσικών και γοτθικών μεγαλόπρεπων κτιρίων, αλλά είτε εγώ αξιολογώ πλέον τις εικόνες με διαφορετικό τρόπο, είτε τα πάντα εδώ είναι πολύ ήπια. Στην Πύλη της Ινδίας (Gateway to India), χιλιάδες κόσμου συγκεντρώνονται σε ένα ανθρώπινο τσίρκο από γιάπηδες με τα i-phone στο χέρι μέχρι τα μικρά ολόμαυρα από τη βρώμα αλητάκια που σαν τις μύγες ενοχλητικά παίζουν, τρέχουν και ζητούν «μπαξίς μπος».  Ξυπόλητες επαρχιώτισες με χρωματιστά σάρι φωτογραφίζονται από πλανόδιους φωτογράφους με φορητούς εκτυπωτές,  ντροπαλές μουσουλμάνες με μαντήλες συνοδευόμενες πάντα από τον άνδρα τους αγναντεύουν το θολό ορίζοντα  από την υγρασία του λιμανιού και ινδουιστές ιερείς, ζητούν τον οβολό των περαστικών με αντάλλαγμα την κόκκινη βούλα στο μέτωπο και μια προσευχή.  Αυτό που κάνει όμως τη διαφορά στη Βομβάη, είναι ότι οι άνθρωποι εδώ, σε όποια βαθμίδα κι αν ανήκουν, έχουν ελπίδα και χαρά μεταδοτική από τον ένα στον άλλον  που κάνει τον πόνο των άτυχων περισσότερο υποφερτό. Στις φτωχογειτονιές της πόλης (η Βομβάη έχει τις πολυπληθέστερες παραγγουπόλεις της Ασίας), που αν περπατήσετε χωρίς χάρτη είναι αδύνατο να μη βρεθείτε,  ανάμεσα στα βουνά με τα σκουπίδια και τα δωμάτια από χαρτόνια και τσίγγους, η ζωή μου φάνηκε πιο φυσιολογική από ποτέ. Και δεν ήταν η ιδέα μου, πολλοί ζητούσαν να τους φωτογραφίσω και να τους στείλω τη φωτογραφία, άλλοι ήθελαν να μάθουν γιατί δεν φοράω παπούτσια και στη συνέχεια να με κεράσουν  και όταν οι ήχοι  από τα τουμπερλέκια με οδήγησαν σε στενούς διαδρόμους που ίσα που χώραγε άνθρωπος, η προετοιμασία ενός γάμου με πρόσωπα βαμμένα κίτρινα να ξεχειλίζουν από χαρά και όρεξη για ζωή,  παρέσυραν κι εμένα καθώς όλη η γειτονιά χορεύοντας προχωρούσε από σπίτι σε σπίτι.

Και ήρθε η νύχτα, στην παραλία που έχει πρόσωπο η πόλη, όχι μίζερα με τσιμπλιασμένες λάμπες που κάνουν τις σκιές πιο τρομακτικές, αλλά με φωτισμένα τα διατηρητέα κτίρια, με περαντζάδα δίπλα στο κύμα, πάντα από όλες τις φυλές και τάξεις αναμεμιγμένες σε ένα σώμα που εκπέμπει ενέργεια, ζωντάνια και ζωή. Και έπειτα ήταν και η συναυλία στην τεράστια αμμουδιά, με φώτα, γιγαντοθόνες  δυνατή μουσική και τη δροσερή αύρα της θάλασσας. 

Ευτυχώς υπάρχω, ευτυχώς είμαι εδώ.

Salam Bombay