Η αλήθεια είναι ότι ξεκίνησα το βραδινό ταξίδι (23:30) για Καλκούτα με ένα …ελάχιστο στρες. Τώρα
βεβαιώθηκα ότι είναι πολύ καλύτερα να
πηγαίνεις στο άγνωστο. Όταν ξέρεις έστω και στο περίπου τι σε περιμένει, τότε
το μυαλό σου εύκολα κολλά προσπαθώντας να κάνει προβλέψεις και τελικά
χάνεις τη συνολική εικόνα. Εκ των υστέρων, όλα κύλησαν σχεδόν με
μαθηματική ακρίβεια, όπως ήταν αναμενόμενο. Το μεγάλο airbus (300 θέσεων) ήταν γεμάτο με ινδούς, εξαιρουμένου του γράφοντος και των αεροσυνοδών,
οι οποίοι με το που κάθισαν, έβγαλαν όλοι τα παπούτσια τους, δημιουργώντας την ωραία
γνωστή ατμόσφαιρα καλωσορίσματος στην Ινδία.
Εννοείται, ότι ελάχιστοι πειθάρχησαν στους αεροπορικούς κανόνες, ο
μπροστινός μου, ένας νεαρός με σούπερ λαδωμένο μαλλί, αμέσως μόλις οι
αεροσυνοδοί δέθηκαν στη θέση τους για την απογείωση, ξάπλωσε το κάθισμά του
τέρμα πίσω και σε απόσταση 10 εκ από το πρόσωπό μου αφού το δικό μου ήταν στην
όρθια θέση, άλλοι συνέχισαν να παίζουν ανενόχλητοι
με τα κινητά τους, ο διπλανός μου δεν άργησε να κάνει εμετό (ευτυχώς στη
σακουλίτσα), αλλά το καλύτερο ήταν στην προσγείωση, με το που άγγιξαν οι τροχοί
το έδαφος και ενώ τροχοδρομούσαμε με μεγάλη ταχύτητα, σηκώθηκαν όλοι, παρά τις φωνές
των αεροσυνοδών οι οποίες παρέμειναν φυσικά δεμένες και του κυβερνήτη ο οποίος με άγρια φωνή ζήτησε να μείνουν στις θέσεις τους και σπρωχνόντουσαν
στο διάδρομο. Οι ουρές για τον έλεγχο
διαβατηρίων ήταν κι αυτές όπως τις περίμενα, 2 υπάλληλοι σε ένα άδειο
αεροδρόμιο για 300 άτομα και άφθονος χρόνος για να παρατηρήσω τους συνεπιβάτες
μου. Ήταν σχεδόν όλοι άνδρες, 30 – 50 ετών, πολύ μελαμψοί, χαρακτηριστικά που
θύμιζαν τους αδερφούς Ντάλτον, με γένι 4 ημερών, μουστάκι και σκουλαρίκι οι
περισσότεροι και το απαραίτητα λαδωμένο μαλλί. Και οι λιγοστές γυναίκες ήταν κι αυτές άσχημες
και χονδρές, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Οι
επιβάτες της πτήσης 313 θα παραμείνουν
ένα μυστήριο, γιατί μπορεί οι κάτοικοι εδώ να έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά από
τους ινδούς στα δυτικά της χώρας, σε καμία περίπτωση όμως δεν ταιριάζουν με την
ομοιόμορφη ασχήμια των επιβατών αυτής της πτήσης.
Το δεύτερο μυστήριο της πτήσης αυτής ήταν ότι όταν άρχισαν,
αργά, πάρα πολύ αργά, να εμφανίζονται οι «αποσκευές», δεν επρόκειτο για
βαλίτσες αλλά για τηλεοράσεις και δέματα με διάφορα εμπορεύματα. Επί μια ώρα ίσως
και περισσότερο (η πτήση ήταν μόλις 2 ώρες),
στον ιμάντα εμφανίζονταν δέματα με ένα βασανιστικά αργό ρυθμό (αργότερα
πληροφορήθηκα ότι οι επιβάτες – έμποροι,
έχουν δωροδοκήσει τους εργάτες που ξεφορτώνουν, ώστε να βγουν πρώτα τα
εμπορεύματα). Τα πάντα έβαιναν λοιπόν κανονικά, ακόμα και οι κουράδες (σκύλων
πιθανότατα), που στόλιζαν το ημικύκλιο που σχημάτιζε ο ιμάντας των αποσκευών
ήταν μέσα στα προβλεπόμενα πλαίσια. Επειδή η ώρα ήταν ήδη 2 μετά τα μεσάνυχτα,
είχα ζητήσει να στείλουν κάποιον να με πάρει από το ξενοδοχείο, γιατί ο
ταξιτζής σίγουρα δεν θα έβρισκε τη διεύθυνση και ο θείος του που θα ήξερε, θα
κοιμόταν εκείνη την ώρα για τον ρωτήσει (νομίζετε ότι τα γράφω για χιούμορ,
αλλά όλα έχουν ξανασυμβεί και είναι βαρετό να τα ζεις για πολλοστή φορά). Πράγματι ένας νεαρός που δεν μιλούσε καθόλου
αγγλικά, με περίμενε και με ιλιγγιώδη ταχύτητα διασχίσαμε όλες τις διασταυρώσεις
είτε λειτουργούσαν τα φανάρια είτε όχι, όλες τις άθλιες γειτονιές με σκύλους να μας παίρνουν στο κατόπι μέχρι
που φτάνοντας σε ένα ακόμα πιο άθλιο δρόμο σταματά μπροστά στο ξενοδοχείο. Τον αποχαιρετώ, φτάνω στη ρεσεψιόν για να
διαπιστώσω σε λίγα λεπτά ότι με πήγε σε άλλο ξενοδοχείο με παρόμοιο όνομα. Το δικό μου, μου
είπαν δεν είναι πολύ μακριά, και αν δεν με κυνηγούσαν οι σκύλοι θα μπορούσα να
φτάσω σε κανένα τέταρτο με τα πόδια. Για
καλή μου τύχη, ενώ βάδιζα ήδη στους έρημους δρόμους, το μοναδικό αυτοκίνητο που
είδα να έρχεται καταπάνω μου ήταν ο νεαρός (κάπου χάθηκε φαίνεται και ερχόταν
από την αντίθετη κατεύθυνση ή ο Βίσνου με λυπήθηκε ότι άξιζα μια καλύτερη νύχτα),
με ξαναπήρε και αναζητήσαμε το σωστό ξενοδοχείο. Φυσικά ήταν τα πάντα κλειστά
και βρόνταγα για αρκετή ώρα τα σιδερένια ρολά μέχρι να ξυπνήσει κάποιος, επίσης
φυσικά το air condition σταμάτησε να λειτουργεί στα 10 λεπτά αφότου μπήκα στο
δωμάτιο, η ώρα ήταν ήδη περασμένες 3 αλλά ο ξενοδόχος άρχισε να το ξηλώνει για
να το επισκευάσει, τελικά όμως τον έπεισα ότι ο ανεμιστήρας μου είναι αρκετός
και το μόνο που θέλω είναι να εξαφανιστεί ο ίδιος από μπροστά μου. Να κλείσω, λέγοντας
ότι ο Lonely Planet για τα ξενοδοχεία στην Καλκούτα γράφει «[…] Much of Kolkata’s accommodation represents
a whole new league of nastiness […]” και αντι του διαχωρισμού σε
budget, mid range και top end όπως συνηθίζει, τα χωρίζει σε backpacker
dive in, guesthouse και Hotel. Το δικό μου πάντως είναι guesthouse.