Ασάν
Έχει νυχτώσει για τα καλά και μέσα στο τρελοκομείο που
λέγεται Ντάκα, με έναν όχλο που κινείται σπρωχτά ανάμεσα από χιλιάδες ποδήλατα,
σκουριασμένα λεωφορεία που μαρσάρουν
ξερνώντας μαύρα σύννεφα καπνού, σιδερόφρακτα rickshaws, όλα σαν από
ταινία επιστημονικής φαντασίας για εποχές μετά την καταστροφή της γης, που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν άθλιες μηχανές από παλιοσίδερα, με πλησιάζει η
Ασάν, μια συμπαθητική κοπελίτσα 17 – 20 ετών, παρακαλώντας με να αγοράσω κάποιο από τα αυτοκόλλητα που
πουλούσε (σημειώστε ότι στο Μπαγκλαντές,
ως μουσουλμανική χώρα σπάνια θα συναντήσετε ζητιάνους). Δεν επέμεινε πολύ, μόνο με κοίταξε με τα
τεράστια μάτια της και σχεδόν ψιθύρισε «για να αγοράσω φαγητό» και πήγε να
απομακρυνθεί. Το βλέμμα της με άγγιξε και τη ρωτώ αν προτιμά να τις αγοράσω φαγητό
δείχνοντας ένα εστιατόριο που βρισκόταν απέναντι. Δεν έχω ξαναδεί πρόσωπο στη ζωή μου να λάμπει περισσότερο από
έξαψη και χαρά. Επειδή ντρεπόταν, της δίνω τον κατάλογο να διαλέξει. Έδειξε ντροπαλά ένα φαγητό με
τιμή 100 Taka (δηλ. 0,95 ευρώ) και κατάλαβα ότι ήθελε να το πάρει μαζί
της. Όση ώρα περιμέναμε να ετοιμαστεί το πακέτο, το πρόσωπό της έλαμπε και
έδειχνε να μην πιστεύει αυτό που συμβαίνει, τα μεγάλα μάτια της άστραφταν από
τέτοια χαρά που δεν θα τα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου. Γι αυτό δεν την φωτογράφησα. Το σκεφτόμουν πολλή
ώρα και κατέληξα ότι δεν έπρεπε. Το
πρόσωπό της έπρεπε να μείνει άγνωστο, ανώνυμο και ποιος ξέρει, μπορεί γι αυτό το δείπνο της Ασάν,
το σύμπαν να συνωμότησε, να μου χάρισε το ταξίδι και έτσι έφτασα μέχρι εδώ. Γιατί
υπήρχε κι ένα μυστικό, που τυχαία μου αποκαλύφθηκε την επόμενη μέρα διαβάζοντας
το Lonely Planet:
Το εστιατόριο που τυχαία μπήκαμε, ήταν φημισμένο
και στα προτεινόμενα για το πολύ καλό του φαγητό.
Sadarghat – η ζωή στο ποτάμι
Πλατύς σα θάλασσα, ο ποταμός Buriganga κυλά τα ολόμαυρα νερά του τερματίζοντας
απότομα μια πόλη
12+ εκατομμυρίων που συνωστίζονται στην βορειοανατολική του όχθη, λες και
το ποτάμι είναι το τέλος της γης. Πολυώροφα
ποταμόπλοια αραγμένα περιμένουν τη νύχτα για να αποπλεύσουν, θηριώδη τάνκερ, μαούνες και μισοβυθισμένες από το βάρος φορτηγίδες ανεβοκατεβαίνουν
αδιάκοπα ηχώντας τις σειρήνες τους ανάμεσα από δεκάδες μικρές ξύλινες κωπήλατες βάρκες
που φορτωμένες κόσμο πηγαινοέρχονται ανάμεσα
στις όχθες, αποφεύγοντας πάντα την τελευταία στιγμή με μαεστρία του βαρκάρη τα
μεγάλα σκάφη. Οι όχθες θαμμένες σχεδόν
από σκουπίδια και λάσπη δεν πτοούν
καθόλου τους πιτσιρικάδες που πλατσουρίζουν, παίζουν και ψαρεύουν με αυτοσχέδια δίχτυα. Ολόκληρα πλοία είναι τραβηγμένα έξω στις όχθες
και βάφονται ή επισκευάζονται με παιδιά
να παίζουν ξυπόλητα από κάτω τους, ανέμελα με γέλια και φωνές ανάμεσα στα παλιοσίδερα. Πολλοί εργάτες
τραγουδούν καθώς δουλεύουν και σταματούν το τραγούδι τους για να με χαιρετήσουν
κάνοντας νόημα να τους φωτογραφήσω.
Επιστάτες καθισμένοι σε πολυθρόνες παρακολουθούν νωχελικά τις εργασίες,
μάγειροι ξεπλένουν τα καζάνια τους και
ημίγυμνοι βαρκάρηδες αλείφουν με
καυτή πίσσα τις βάρκες τους. Ζωή χωρίς ασφάλεια,
χωρίς δίχτυα προστασίας, χωρίς κράνη, γυαλιά και μπότες. Χωρίς φράχτες,
συρματοπλέγματα, απαγορεύεται, φύλακες ,
χωρίς κανόνες, χωρίς σιγουριά, χωρίς βέβαιο αύριο. Το σήμερα μόνο έχει αξία, το τώρα, αυτή η
στιγμή, προνόμιο ή κατάρα άραγε;