Μπαγκλαντές, Ντάκα - χωρίς ανάσα




Ο χρόνος, χωρίς να το ξέρω.  είχε αρχίσει να μετρά αντίστροφα για μένα, από τη στιγμή που προσγειώθηκα το θαμπό εκείνο πρωινό στη Ντάκα, πρωτεύουσα του Μπαγκλαντές.  Η 3ωρη διαδρομή των 12 χιλιομέτρων από το αεροδρόμιο στο κέντρο, πάντα ανάμεσα στους καπνούς των αρχαίων λεωφορείων (τα αυτοκίνητα είναι ελάχιστα), το χώμα και τις εξατμίσεις των cngs (τρίκυκλα rickshaw που κινούνται με γκάζι) ήταν ένα πρώτο δείγμα ότι τα πράγματα εδώ απέχουν πολύ περισσότερο, απ’ ότι πιο τριτοκοσμικό έχω δει μέχρι τώρα. Ο ταξιδιωτικός μου οδηγός,  είχε προειδοποιήσει ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος στη Ντάκα δεν είναι να σε ληστέψουν, αλλά η ατμοσφαιρική ρύπανση που χειρότερη δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο (εκτός από την Chittagong),  μπροστά στην οποία, πλούσιοι και φτωχοί, ζητιάνοι και τραπεζίτες  είμαστε όλοι ίσοι. Η ατμόσφαιρα, ομιχλώδης  σε τόνους του γκρί  αποτελείται  από ένα κοκτέιλ χώματος, κονιορτοποιημένων σκουπιδιών, μαύρου καπνού από πετρέλαιο  των σχεδόν ακίνητων βρωμερών λεωφορείων και των αόρατων μεν, αισθητών δε με τσούξιμο στα μάτια, στο λαιμό και στη μύτη  καυσαερίων από τα μηχανάκια και τα  cngs. Προσθέστε στα παραπάνω και περίπου 600.000 τρίκυκλα ποδήλατα που σαλεύουν (κάθε τόσο μπορεί να προχωρήσουν 0,5 μ) όλα μαζί σε συμπαγή σχηματισμό ακουμπώντας το ένα το άλλο, ανάμεσα στα ακίνητα λεωφορεία τα οποία  πάντα μαρσάρουν κορνάροντας.  Από το ξενοδοχείο μου στην παλιά πόλη (3-4 χλμ. ) χρειάστηκα δυόμιση ώρες, την περισσότερη ώρα φυσικά  ακίνητος πάνω στο τρίκυκλο ποδήλατο που ακουμπά όλα τα άλλα γύρω του και μπροστά του έχει λεωφορείο που μαρσάρει. Σαν πεζός, θεωρητικά είναι κανείς λίγο πιο γρήγορος, με την προϋπόθεση ότι ξέρει το δρόμο και μπορεί να πηδά πάνω από τα οχήματα ή τα εμπορεύματα που καταλαμβάνουν όλα τα πεζοδρόμια. Κάθε φορά που δημιουργείται ένα μικροσκοπικό κενό (η φύση ως γνωστόν μισεί το κενό), αλαλάζοντας κουδουνίζοντας,  κορνάροντας ή χτυπώντας τις λαμαρίνες  του δικού σου ή του διπλανού οχήματος –ένας επίσης προσφιλής τρόπος να κάνεις αισθητή την παρουσία σου στους άλλους- δίνεται μια μικρή μάχη από όλα τα οχήματα, κάρα, ανθρώπους κλπ. ώστε το κενό  να καλυφθεί ως λάφυρο για το νικητή μέσα σε δευτερόλεπτα και όλη η πόλη σαν ένα σώμα να προχωρήσει μερικά εκατοστά. Το σουρεαλιστικό σκηνικό θα μπορούσε να είναι πολύ διασκεδαστικό και φωτογραφικά ενδιαφέρον, με αστυνομικούς της τροχαίας μάλιστα με ραβδιά στις διασταυρώσεις που χτυπούσαν και αυτοί τα οχήματα σαν να ήταν ζώα, αν μπορούσες να βγάλεις το κεφάλι σου (ή το φακό σου) έξω από το σιδερένιο ποτάμι κάτι εξαιρετικά δύσκολο και το σπουδαιότερο αν μπορούσες να αναπνέεις. Σαν ταξιδιώτης που ξέρει να αφουγκράζεται το σώμα του, γρήγορα κατάλαβα ότι ήταν θέμα ενός ή δύο 24ώρων να αρρωστήσω,  το ανοσοποιητικό μου, επιβαρυμένο από την ατμόσφαιρα  της Καλκούτας ήταν αδύνατο να ανταπεξέλθει το νέο βαρύ βομβαρδισμό παθογόνων και δηλητηρίων και  η άποψη (που συνήθως έχω) αν μπορούν οι ντόπιοι τότε μπορώ κι εγώ, εδώ δεν ισχύει: Αν παρατηρούσε κανείς λίγο πιο προσεκτικά τους ανθρώπους γύρω του θα έβλεπε ότι οι περισσότεροι  είχαν εμφανή προβλήματα υγείας και σχεδόν όλοι λοιμώξεις του αναπνευστικού τους.  
Η προσπάθεια για μια μικρή «εκδρομή» στο Shonorgan, έξω από την πόλη τέρας, επιβεβαίωσε το Lonely Planet που ανέφερε «μην πάρετε λεωφορείο εκτός αν δεν έχετε άλλη επιλογή». Την άκρως επικίνδυνη οδήγηση, το στρίμωγμα με τους περισσευούμενους επιβάτες στην οροφή, τα κατ’ ευφημισμόν  καθίσματα στα οποία ούτε νάνος δεν χωρά, τις ανύπαρκτες αναρτήσεις , τους κακοτράχαλους δρόμους και τα σπασμένα τζάμια τα έχουμε ξαναδεί  και ουδόλως με πτοούν.  Το καυσαέριο όμως και το χώμα από τα υπόλοιπα λεωφορεία και φορτηγά που στριμώχνονταν στο σκονισμένο δρόμο, σε συνδυασμό με τη διάρκεια του ταξιδιού, σχεδόν 3 ώρες για 25 χιλιόμετρα, όλα αυτά είχαν αρχίσει να γίνονται ακόμα και για μένα λίγο κουραστικά. Κατά την επιστροφή, πλησιάζοντας στις παρυφές της πόλης (εννοείται ότι χρειάστηκαν άλλες 3 ώρες για την επιστροφή), το κονβόι των λεωφορείων συνάντησε φυσικά τη συμπαγή μάζα των cngs και ποδηλάτων, οπότε όλοι  οι επιβάτες –μαζί τους κι εγώ- κατέβηκαν από  λεωφορείο το οποίο ένας θεός ξέρει πόσες ώρες θα έμενε εκεί προχωρώντας λίγα εκατοστά κάθε τόσο.  Βρέθηκα λοιπόν σε ένα θεοσκότεινο μέρος της πόλης (χωρίς να έχω ιδέα που βρίσκομαι), με χωματόδρομους και πλήθη ανθρώπων και ποδηλάτων που ως αλλόφρονες προσπαθούσαν να χωθούν και να περάσουν ανάμεσα από τα λεωφορεία μέσα στο σκοτάδι προς διάφορες κατευθύνσεις.  Οι πιθανότητες να βρεις ταξί σε αυτές τις συνθήκες είναι λιγότερες από το να βρεις ελικόπτερο στην ταράτσα σου, γι αυτό κατευθύνθηκα προς πιο απόμερους δρόμους, πάντοτε  σπρωχτά από τον κόσμο και τα ποδήλατα  στο σκοτάδι, όπου το χώμα  παραδόξως είχε αντικατασταθεί με λάσπη και έτσι  μπορούσα να αναπνεύσω λίγο καλύτερα, μέχρι που βρήκα ένα νεαρό οδηγό cng, ο οποίος έναντι του σεβαστού τιμήματος  (για διαδρομή με ταξί) των 3 ευρώ δέχτηκε να με πάει στη διεύθυνση που του ζήτησα ( από μέσα μου έλεγα, ευχαρίστως θα σου έδινα τα διπλά αν μπορέσεις να τη βρεις). Γιατί όπως πιθανώς υποψιάζεστε αγαπητοί μου αναγνώστες, ο νεαρός –όπως και οι περισσότεροι οδηγοί ταξί- δεν είχε ιδέα που ήθελα να πάω και τελικά περάσαμε μαζί άλλο ένα δίωρο, άλλοτε ανοίγοντας δρόμο μέτρο – μέτρο και άλλοτε κάνοντας κυριολεκτικά σαφάρι μέσα από λασπόδρομους  μέχρι που με τη βοήθεια  αυτών που ήταν γύρω μας στα μποτιλιαρίσματα, καταστηματαρχών στην άκρη του δρόμου και του χάρτη μου μπόρεσα να προσανατολιστώ και να φτάσουμε στον προορισμό μου.
Εννοείται ότι  με τη  γενική αδιαθεσία, πονόλαιμο και ζάλη από το καυσαέριο κάπου εδώ θα τερμάτιζα την προσπάθεια να εξερευνήσω το Μπαγκλαντές. Επιφυλάσσομαι όμως, να το κάνω στο μέλλον καλύτερα προετοιμασμένος, παρέα με φίλους ή καλές φίλες που διψούν για περιπέτεια, αυτή τη φορά με τα ποταμόπλοια που ξεκινούν πάντα βράδυ και μοιάζουν με δουλεμπορικά, το προτείνει άλλωστε και ο ταξιδιωτικός οδηγός, συμπληρώνοντας  ότι όσοι το κάνουν θα έχουν εγγυημένα να διηγούνται τις καλύτερες ταξιδιωτικές ιστορίες. Γιατί αυτό που δεν σας είπα μέχρι τώρα  είναι ότι στο Μπαγκλαντές, το ταξίδι είναι όπως παλιά, οι άνθρωποι δεν έχουν ξαναδεί ταξιδιώτες, είναι φιλόξενοι και ζεστοί, μένουν κυριολεκτικά άναυδοι όταν βλέπουν ξένο, είναι πάντα πρόθυμοι να βοηθήσουν και στις μικρότερες πόλεις ακόμα και στις γειτονιές η παρουσία ξένου είναι το γεγονός της χρονιάς. 

όχι, δεν είναι παρκαρισμένα, απλώς έχει λίγη κίνηση

όλοι οι καλοί χωρούν στα λεωφορεία

αναζητώντας δίοδο